πετρελαιοκαύστης

πετρελαιοκαύστης
ο, Ν
πλοίο που κινείται με πετρέλαιο, πετρελαιοκίνητο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετρέλαιο + -καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο-καύστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”